- προορισμός
- ο, ΝΜΑ [προορίζω]προκαθορισμός, καθορισμός εκ τών προτέρων (α. «προορισμός τού Ιδρύματος είναι να καλύψει τις ανάγκες της επαρχίας και τής ευρύτερης περιοχήςβ. «τῆς θείας κελεύσεως ἔργον ἐστὶν ὁ προορισμός», Δαμασκ. Ι.)νεοελλ.1. σκοπός, αποστολή («προορισμός τού σχολείου είναι η διάπλαση πολύπλευρης προσωπικότητας στα παιδιά»)2. κατεύθυνση (α. «το αεροπλάνο αναχώρησε με προορισμό τη Ρώμη»)3. τέρμα ενέργειας ή προσπάθειας («οι ορειβάτες, έπειτα από επίπονη πορεία, έφθασαν στον προορισμό τους, στο ορεινό καταφύγιο»)4. φρ. «απόλυτος προορισμός»θεολ. προτεσταντική διδασκαλία κατά την οποία ο θεός έχει προορίσει ορισμένους ανθρώπους για τη σωτηρία και άλλους για την αιώνα τιμωρία.
Dictionary of Greek. 2013.